νιτρωδοπαράγωγο

νιτρωδοπαράγωγο
το
χημ. η νιτρωδοένωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νιτρωδοβενζόλιο — το χημ. νιτρωδοπαράγωγο τού βενζολίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitrosobenzene (βλ. λ. νιτρωδαμίνη)] …   Dictionary of Greek

  • νιτρωδοδιφαινυλαμίνη — η χημ. νιτρωδοπαράγωγο τής διφαινυλαμίνης που παρασκευάζεται με επίδραση νιτρώδους οξέος στη διφαινυλαμίνη …   Dictionary of Greek

  • νιτρωδοφαινόλη — η χημ. αζωτούχα οργανική ένωση, νιτρωδοπαράγωγο τής φαινόλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”